- παραγάδι
- το-ιού, ψαράδικο εργαλείο με πολλά αγκίστρια, αλλ. πολυάγκιστρο: Οι ψαράδες αποβραδίς ρίχνουν το παραγάδι και το μαζεύουν το πρωί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραγάδι — Πολυάγκιστρο αλιευτικό εργαλείο. Αποτελείται από ένα μακρύ νήμα, βαμβακερό ή συνθετικό, στο οποίο κατά διαστήματα κρεμιούνται δευτερεύοντα νήματα μικρού μήκους με ένα αγκίστρι. Η απόσταση ανάμεσα στα δευτερεύοντα νήματα, το αγκίστρι, το δόλωμα… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
νταίνω — 1. βρίσκω τυχαία κάποιον ή κάτι, συναντώ κατά τύχη 2. αντιμετωπίζω εχθρό, πολεμώ κάποιον 3. σκαλώνω, μπλέκω («το παραγάδι σήμερα άντεσε πολλές φορές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταίνω «συναντώ, μπλέκομαι» με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
παράμαλλο — το (αλιευτ.) α) καθένα από τα νήματα που έχει το παραγάδι και τα οποία φέρουν άγκιστρα β) το μικρό λεπτό νήμα τής πετονιάς που φέρει το αγκίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μαλλί] … Dictionary of Greek
σαργολόγος — ο, Ν 1. λεπτό παραγάδι από μεσσηνέζα, κατάλληλο για την αλιεία σαργών 2. (για πρόσ.) α) ψαράς σαργών β) ψαράς φτωχός σε μέσα αλιείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + λόγος* (πρβλ. καρπο λόγος)] … Dictionary of Greek
σπαρολόγος — ο, Ν ψιλό παραγάδι για την αλιεία σπάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρος + λόγος*] … Dictionary of Greek
αφρόψαρα — Ψάρια που ζουν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας και εμφανίζονται πολλές φορές να αναπηδούν έξω από αυτήν, όταν διώκονται από τους μεγαλύτερους εχθρούς τους. Αλιεύονται από τους ψαράδες πολύ εύκολα, με συρτή ή παραγάδι, επειδή η παρουσία τους… … Dictionary of Greek